Πνύξ

Πνύξ
-κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α
βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Η ονομ. Πνύξ πρέπει να σχηματίστηκε δευτερογενώς από τη γεν. και δοτ. Πυκνός, -ί με μετάθεση τού συμφώνου -ν-. Η σύνδεση, τέλος, τού τοπωνυμίου με το επίθ. πυκνός οφείλεται σε παρετυμολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πνύξ — the Pnyx masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνί — πνύξ the Pnyx masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνῶν — πνύξ the Pnyx masc gen pl πυκνάζω to be frequent fut part act masc voc sg πυκνάζω to be frequent fut part act neut nom/voc/acc sg πυκνάζω to be frequent fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πυκνός close fem gen pl πυκνός close masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνός — πνύξ the Pnyx masc gen sg πυκνός close masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυξίν — πνύξ the Pnyx masc dat pl (epic) πυξίς box of box wood fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκνα — πνύξ the Pnyx masc acc sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύκνας — πνύξ the Pnyx masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пникс — Координаты: 37°58′18″ с. ш. 23°43′10″ в. д. / 37.971667° с. ш. 23.719444° в. д.  …   Википедия

  • Πυκναία — ἡ, Α η Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός + κατάλ. αία (βλ. λ. Πνύξ)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνίτης — ὁ, θηλ. πυκνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα 2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”