- Πνύξ
- -κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Αβραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Η ονομ. Πνύξ πρέπει να σχηματίστηκε δευτερογενώς από τη γεν. και δοτ. Πυκνός, -ί με μετάθεση τού συμφώνου -ν-. Η σύνδεση, τέλος, τού τοπωνυμίου με το επίθ. πυκνός οφείλεται σε παρετυμολογία].
Dictionary of Greek. 2013.